Η Μεγάλη Εβδομάδα από τον Οδυσσέα Ελύτη

Ο Σπουδαίος Έλληνας ποιητής, μεταφραστής, κριτικός τέχνης και συγγραφέας Οδυσσέας Ελύτης γράφει για την Μεγάλη Εβδομάδα μέσα σ’ ένα “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου” το 1984:

Έλα τώρα χέρι μου δεξί

κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το

αλλ’ από πάνω βάλ’ του

Το ασήμωμα της Παναγίας

πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά

του βάλτου

Οδυσσέας Ελύτης

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες
να κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα
του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ, 21

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ-
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα
μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται
σαν να ‘ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23

Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β

Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ίσως και να ‘μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β

Αντίς για όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να ‘μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

το “δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν”.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου

λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε

η θεούλα με τη μωβ κορδέλα

που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά

να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-

εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα

και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο

που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήγα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την

ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου ‘δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά

Μεθαύριο θα ‘ρθουν τ’ άλλα πουλιά

θα ‘ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές

μα βαριά η δική μου καρδία.

Κλείνουμε το άρθρο με 2 τελευταία πράγματα: Ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη για την Πρωτομαγιά (από την ίδια συλλογή) και … της φίλης μας Ελένης Βασιλείου – Αστερόσκονης

Μπορείτε να βρείτε την Ελένη εδώ και εδώ.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ

Η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

  • Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα
  • Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.

Οδυσσέας Ελύτης

Αποσπάσματα από το “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου” του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

Το παρόν άρθρο άντλησε πληροφορίες από εδώ.

Ο Δήμος Πετρούπολης μέσω της Διεύθυνσης Πολιτισμού, Αθλητισμού & Νεολαίας, πραγματοποιεί μια σειρά από διαδικτυακές δράσεις για τις Άγιες Ημέρες του Πάσχα, όπου παρουσιάζονται δραματοποιημένες αφηγήσεις αποσπασμάτων από κείμενα της Νεοελληνικής Γραμματείας, που σχετίζονται με τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας και την Ανάσταση.

Δραματοποιημένη Αφήγηση: Ηλέκτρα Γεννατά, Ηθοποιός – Υπεύθυνη των Θεατρικών Ομάδων του Δήμου Πετρούπολης

Βρείτε τον Δήμο Πετρούπολης εδώ και εδώ.

Είναι σκόπιμο νομίζουμε πριν κλείσουμε να προσθέσουμε ακόμα κάτι…

“Οι πόνοι της Παναγιάς” του Κώστα Βάρναλη, 1927, ποίημα από την ποιητική σύνθεση “Σκλάβοι Πολιορκημένοι” (Απόσπασμα).

Δραματοποιημένη Αφήγηση: Ηλέκτρα Γεννατά, Ηθοποιός – Υπεύθυνη των Θεατρικών Ομάδων του Δήμου Πετρούπολης

Και:

“Η ζωή εν τάφω” απο τον αείμνηστο Νίκο Ξυλούρη και τον Μανώλη Μητσιά στην ΕΡΤ το 1977.


Η πιο κατανυκτική ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι αναμφίβολα η Μεγάλη Παρασκευή, με τον Επιτάφιο Θρήνο και τα εκπληκτικής ομορφιάς Εγκώμια. Ημέρα πένθους για τους Χριστιανούς. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα, οι εικόνες σκεπασμένες με μαύρα υφάσματα μας μεταφέρουν στο πνεύμα της ημέρας . Ο επιτάφιος που συμβολίζει τον τάφο του Χριστού στολίζεται με λουλούδια και το μεσημέρι γίνεται αναπαράσταση της αποκαθήλωσης. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευή θα ακουστούν τα ομορφότερα τροπάρια της χριστιανοσύνης τα “Εγκώμια” (Η ζωή εν τάφω, `Αξιον εστί, Αι γενεαί πάσαι) και ακολουθεί η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους των ενοριών.

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

Μεγαλύνομέν σε, Ιησού βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι ών έσωσας ημάς εκ της φθοράς.

Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς
ώς ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ό την φύσιν ωραίσας του παντός.

Ιησού, γλυκύ μοι και σωτήριον φώς
τάφω πώς έν σκοτεινώ κατακέκρυψαι
ώ αφάτου και αρρήτου ανοχής!

Ποιος θα είναι το φως, για τους τυφλούς;

Ποιος θα γίνει η φωνή, για τους σιωπηλούς;

Ποιος θα είναι ο ήχος, για τους κωφούς;

Ποιος θα σηκωθεί, για τους αδύναμους;

Ελένη Βασιλείου – Αστερόσκονη

Μοιραστείτε το: